- μετανείρας
- μετανείρᾱς , μετά-ἀνείρωfasten onaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μετανείρας — Μετανείρᾱς , Μετανείρα fem acc pl Μετανείρᾱς , Μετανείρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριπτόλεμος — Κατά την ελληνική μυθολογία, θεότητα που σχετίζεται με τη διάδοση της καλλιέργειας της γης. Σύμφωνα με μία εκδοχή ο Τ. ήταν ένας από τους Ελευσίνιους ήρωες που βοήθησαν τη θεά Δήμητρα όταν εκείνη, ψάχνοντας να βρει την κόρη της Περσεφόνη, έφτασε… … Dictionary of Greek
βαυβώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του Δυσαύλου, αδελφού του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού. Μητέρα του Τριπτόλεμου και κατά μία άλλη εκδοχή του γιου της Μετάνειρας και του Κελεού, Ευβούλου, της Πρωτονόης και της Νίσας. Η Β. με τον σύζυγό της φιλοξένησαν… … Dictionary of Greek
Δημοφών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κελεού και της Μετάνειρας, οι οποίοι στη μυθολογία αναφέρονται ως βασιλιάδες της Ελευσίνας. Σύμφωνα με την παράδοση, η Δήμητρα, κατά την περιπλάνησή της ανάμεσα στους ανθρώπους μετά την αρπαγή της… … Dictionary of Greek
Δημώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σίβυλλα της Κύμης, που διαδέχτηκε την πρώτη σίβυλλα, Ηροφίλη. Ο Κυμαίος συγγραφέας Υπέροχος έγραψε σύγγραμμα γι’ αυτήν και τους χρησμούς της, που όμως δεν διασώθηκε. 2. Κόρη της Μετανείρας και του Κελεού, που… … Dictionary of Greek